- τσαλίμι
- το, Ν1. επιδέξια κίνηση στον χορό ή στην πάλη, κόλπο2. (γενικά) σκέρτσο, νάζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. calim].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαλίμι — το (λ. τουρκ.) 1. επιδέξια κίνηση σε χορό, σε πάλη κτλ. 2. μτφ., κούνημα, σκέρτσο, νάζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαλιμάκι — το, Ν [τσαλίμι] υποκορ. τού τσαλίμι … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
τσαλιμάκι — το μικρό τσαλίμι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)